- σκαμπάζω
- γνωρίζω, καταλαβαίνω: Δε σκαμπάζει καθόλου από μαθηματικά. – Κάτι σκαμπάζει από ξένες γλώσσες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαμπάζω — βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαμπάζω — Ν 1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω 2. φρ. «δεν σκαμπάζει γρι» δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκαμβάζω «είμαι διεστραμμένος», το οποίο έλαβε και τη σημ. «παρατηρώ προσεκτικά, βλέπω»] … Dictionary of Greek
γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν … Dictionary of Greek